- κινάμωμο
- (Cinnamomum). Γένος αειθαλών φυτών της οικογένειας των λαουριδών ή δαφνιδών, της τάξης των πολυκαρπικών. Περιλαμβάνει περίπου 50 δενδρώδη και θαμνώδη αρωματικά είδη, τα οποία φυτρώνουν κυρίως στις θερμές περιοχές της Ασίας. Σημαντικότερα από αυτά είναι το κ. το κεϋλανικό (κανελόδεντρο), από το οποίο προέρχεται το γνωστό μπαχαρικό κανέλα που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική, το κ. η καμφορά, από το οποίο παράγεται το κρυσταλλικό λευκό προϊόν καμφορά, χρήσιμο στη φαρμακευτική και στην αρωματοποιία, και το κ. η κασσία, η οποία μοιάζει με το κανελόδεντρο, αλλά δεν είναι τόσο αρωματικό.
Dictionary of Greek. 2013.